- προδιάληψις
- προδιάληψιςpreliminary explanationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδιάληψις — ήψεως, ή, Α [προδιαλαμβάνω] προκαταρκτική ανάπτυξη ενός θέματος … Dictionary of Greek
προδιαλήψεως — προδιαλήψεω̆ς , προδιάληψις preliminary explanation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)